ασάμινθος

ασάμινθος
ἀσάμινθος, η (Α)
1. η λεκάνη για το λούσιμο του σώματος, ο λουτήρας
2. ως επίθ. «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος» — από κύλικα μεγάλη σαν μπανιέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνειο αιγαιακής προελεύσεως, το οποίο εισήχθη στην Ελληνική μαζί με το αντικείμενο που δηλώνει η λ. Σ' αυτή την υπόθεση οδηγεί τόσο η σημασία της, όσο και το επίθημα -νθος, το οποίο χαρακτηρίζει πολλά κύρια ονόματα, κατά το πλείστον τόπων (πρβλ. Κόρινθος, Όλυνθος κ.ά, αλλά και προσηγορικά (πρβλ. λαβύρινθος, μήρινθος, πλίνθος κ.ά.), τα οποία θεωρούνται δάνεια προελληνικής προελεύσεως. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το σουμερ.-βαβυλ. asam «δοχείο από άργιλλο για νερό», ενώ όλες οι άλλες υποθέσεις δεν φαίνονται ικανοποιητικές. Η λ. ασάμινθος είναι ομηρική και δεν χρησιμοποιείται στην αττική διάλεκτο, όπου έχει αντικατασταθεί από τις λ. λουτήριον, μάκτρα κ.ά.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀσάμινθος — bathing tub fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαμίνθοις — ἀσάμινθος bathing tub fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαμίνθου — ἀσάμινθος bathing tub fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαμίνθους — ἀσάμινθος bathing tub fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαμίνθων — ἀσάμινθος bathing tub fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαμίνθῳ — ἀσάμινθος bathing tub fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσάμινθοι — ἀσάμινθος bathing tub fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσάμινθον — ἀσάμινθος bathing tub fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άψινθος — η (Α ἄψινθος) φυτό ποώδες, αρωματικό με πικρή γεύση, χρήσιμο στη φαρμακευτική και κυρίως στην ποτοποιία για την παρασκευή του ποτού αψέντι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. προελληνικός όρος. Σ΄ αυτή την υπόθεση οδηγεί κυρίως το στοιχείο νθ , το οποίο χαρακτηρίζει… …   Dictionary of Greek

  • βαλανείον — βαλανεῑον, το (AM) και βαλάνειον και νιόν, το (Μ) λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα βαλανεύς, βαλανείον είναι λέξεις της αττικής κυρίως διαλέκτου που δεν απαντούν στον Όμηρο και δεν εμφανίζονται πριν από τον Αριστοφάνη και τον Πλάτωνα. Υποστηρίχθηκε ότι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”